Η υποχονδρίαση ανήκει στις σωματόμορφες διαταραχές και χαρακτηρίζεται από την μεγιστοποίηση συνηθισμένων σωματικών ενοχλημάτων και την δημιουργία φόβου ότι το άτομο πάσχει από κάποια ασθένεια.

Ουσιαστικά το άτομο με υποχονδρίαση πιστεύει ότι είναι πολύ πιθανό να πάσχει ή να εμφανίσει σοβαρή νόσο και σταδιακά πείθεται ότι είναι άρρωστος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Με το παραμικρό σύμπτωμα ο υποχόνδριος έχει επιβεβαιωθεί ότι είναι άρρωστος. Παράλληλα, συνήθως αντιστέκεται σθεναρά στον καθησυχασμό, όπως για παράδειγμα τις ιατρικές εξετάσεις και νομίζει ότι τα αποτελέσματα είναι λανθασμένα ή καθησυχάζεται για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα και στην συνέχεια πιστεύει ότι είναι άρρωστος. Το άτομο αποκτά εμμονή με την υγεία του, αναπτύσσει μη ρεαλιστικούς φόβους μόλυνσης και έντονο ενδιαφέρον για τις ιατρικές πληροφορίες, ενώ συχνά αποκτά έντονο φόβο για τα φάρμακα και τις αντιβιώσεις.

Η υποχονδρίαση οφείλεται σε ένα μεγάλο ποσοστό σε ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, δηλαδή πολλά άτομα που πάσχουν από υποχονδρίαση έχουν υποστεί σωματική και σεξουαλική κακοποίηση.

Επιπροσθέτως, έχει παρατηρηθεί ότι άτομα που πέρασαν από διάφορες ασθένειες κατά την παιδική ηλικία τους ή άτομα που δέχονταν πίεση από τους γονείς τους επειδή ήταν υπερπροστατευτικοί, περνώντας τα χρόνια γίνονταν υποχόνδριοι. Επίσης υπάρχει και η περίπτωση υποχόνδριου που όντας παιδί μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον αδιαφορίας και προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή των γονιών του επικαλούμενο σωματικά συμπτώματα.

Έτσι ενηλικιώνοντας το άτομο δημιουργεί υποχονδρίαση καθώς με τον τρόπο αυτό λαμβάνει προσοχή και φροντίδα από συγγενείς και φίλους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπτώματα υποχονδρίασης εμφανίζονται μετά από τραυματικές εμπειρίες, όπως προβλήματα υγείας που πέρασαν άτομα του οικείου περιβαλλοντος του ατόμου, προκαλώντας στο ίδιο έντονο άγχος και φόβο για νόσο, καθώς και τον θάνατο.

Η θεραπεία της υποχονδρίασης

έχει να κάνει με την φαρμακευτική και την γνωσιακή αντιμετώπιση. Αρχικά, σύμφωνα με μελέτες ειδικών διαπιστώθηκε ότι η φαρμακευτική μέθοδος έχει αποτελέσματα. Σε μια έρευνα που έγινε το 1996 πήραν είκοσι υποχόνδριους και τους χώρισαν σε δύο ομάδες, στην μια χορηγούσαν εικονικά φάρμακα και στην άλλη φλουοξετίνη, έτσι μετά απο ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρατηρήθηκε ότι το ποσοστό των ατόμων που ακολουθούσαν κανονική φαρμακευτική αγωγή σταμάτησαν να εμφανίζουν συμπτώματα υποχονδρίασης σε σχέση με τα άτομα που ακολουθούσαν εικονική αγωγή[4]. Από την άλλη πλευρά η γνωσιακή θεραπεία είναι ουσιαστικά ψυχολογική θεραπεία.

Πιο συγκεκριμένα, ο ασθενής συνεργάζεται με τον θεραπευτή, ο οποίος προσπαθεί να τον ενθαρρύνει, το αποτέλεσμα είναι το άτομο σταματάει να ασχολείται τόσο με τις ιατρικές πληροφορίες και τις επισκέψεις στον γιατρό, μειώνει το άγχος και ελέγχει καλύτερα τα συναισθήματα του. Τέλος από την μέθοδο αυτή το άτομο αποκτα γνώση και καθησυχάζεται καθώς μαθαίνει ότι αυτό που νιώθει είναι φυσιολογικό, για παράδειγμα είναι φυσιολογικό να σου κόβεται η ανάσα μετά από άσκηση.

Η όλη θεραπευτική διαδικασία χρήζει ιδιαίτερης προσοχής αλλά και επιμονής, καθώς και να σταματήσουν τα συμπτώματα της υποχονδρίασης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και το ψυχοπιεστικό υπόβαθρο που δημιούργησε την όλη διαταραχή, εάν δεν αντιμετωπιστεί αυτή η ‘βάση’ της όλης ασθένειας, τίποτα δεν θα έχει ξεπεραστεί πλήρως και θα αποτελεί ένα φαύλο κύκλο.

 

Νόρα Μαυροειδή

Προηγούμενο άρθρο11 Σημάδια που Δείχνουν ότι το Άλλο Άτομο ΔΕΝ Είναι Συναισθηματικά Διαθέσιμο
Επόμενο άρθροΔιαταραχές προσωπικότητας