Η υιοθεσία αποτελεί την κατάληξη της επιθυμίας των ενήλικων να αποκτήσουν παιδί όταν όλοι οι άλλοι τρόποι δεν έχουν φέρει αποτέλεσμα.
Με την υιοθεσία επιλύεται το πρόβλημα όσων γονέων δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδιά με άλλους τρόπους αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και μια διέξοδο για το παιδί από τις συνέπειες ενός προβληματικού οικογενειακού περιβάλλοντος και από τη ζωή σε ένα ίδρυμα.
Ωστόσο προτού προχωρήσει κανείς στην υιοθεσία ενός παιδιού οφείλει να γνωρίζει πως μια τέτοια κατάσταση ενέχει ειδικές δυσκολίες και κινδύνους.
Επιγραμματικά μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής :
Μια χαρακτηριστική δυσκολία σχετίζεται με την άγνοια της κληρονομικότητας που προέρχεται από τους βιολογικούς γονείς. Με άλλα λόγια οι θετοί γονείς δεν μπορούν πάντα να έχουν απόλυτη σε βάθος γνώση του ιατρικού ιστορικού των βιολογικών γονέων καθώς και γνώση της ψυχικής τους δομής.
Μια άλλη παράμετρος που οφείλει να λάβει κανείς υπ’ όψιν είναι η ύπαρξη ενός βαθμού συναισθηματικής στέρησης στο υιοθετημένο παιδί, στέρησης που ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία κατά την οποία το παιδί αποχωρίστηκε την φυσική του μητέρα. Επιπλέον αν το παιδί ξεκίνησε τη ζωή του σε ίδρυμα, η έλλειψη αισθητηριακών ερεθισμάτων είναι πιθανόν να επιβραδύνει την νοητική του εξέλιξη.
Ας σταθούμε λίγο στο θέμα αυτό.
Το υιοθετημένο παιδί είναι εύθραυστο και ενδεχομένως υπάρχει κίνδυνος να αντιμετωπίσει ψυχολογικά προβλήματα. Καθώς προχωράει σταδιακά στην συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η βιολογική του οικογένεια το παρέδωσε σε θετούς γονείς βιώνει έντονα αισθήματα απώλειας και απόρριψης.
Αγωνιώδη ερωτήματα αναδύονται μέσα του αναζητώντας επιτακτικά μια απάντηση.
Το υιοθετημένο παιδί αναρωτιέται αν οι βιολογικοί του γονείς το ήθελαν, αν το αγαπούσαν και αν άξιζε να το αγαπούν. Εξαιτίας της αδυναμίας του να απαντήσει θετικά στα ερωτήματα αυτά απεικονίζει τους βιολογικούς του γονείς ως ανθρώπους που ενδεχομένως δεν το επιθυμούσαν πραγματικά και τελικά το απέρριψαν δίνοντας το για υιοθεσία σε άλλους γονείς. Η εκτίμηση από το παιδί των βιολογικών του γονέων ως ανθρώπων που πιθανότατα το αρνήθηκαν προκαλεί συναισθήματα κατάθλιψης, απελπισίας, ενοχής, θυμού. Το αποτέλεσμα είναι μια έντονη έλλειψη αυτοεκτίμησης και αρνητική εικόνα για τον εαυτό του.
Η επούλωση αυτών των πληγών προϋποθέτει αγάπη, ζεστασιά, σταθερότητα και συνεχή φροντίδα εκ μέρους των θετών γονιών. Το νέο στοργικό σταθερό και θετικό περιβάλλον στο οποίο ζει το παιδί μπορεί να ανατρέψει τις πρώιμες αρνητικές εμπειρίες.
Ωστόσο δεν είναι μόνο το οικογενειακό περιβάλλον αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο που επιδρά στην συγκρότηση της ταυτότητας του υιοθετημένου παιδιού.
Συχνά το κοινωνικό κατεστημένο που εκφράζεται από την ευρύτερη οικογένεια και το σχολείο κάνει το υιοθετημένο παιδί να αισθάνεται διαφορετικό και περιθωριοποιημένο. Αρχίζει να βλέπει τον εαυτό του διαφορετικό από τους συνομήλικους του και συχνά αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να καταβάλει επιπλέον προσπάθειες για να επιτύχει την ένταξη
του στο κοινωνικό σύνολο και την αποδοχή του από τους άλλους γύρω του. Επιπλέον όταν το υιοθετημένο παιδί προέρχεται από εθνικότητα, πολιτισμό η φυλή διαφορετική προς το περιβάλλον που πρέπει να ενταχθεί, βρίσκεται σε δυσκολότερη θέση και καλείται να επιδείξει επιτεύγματα που οι συνομήλικοι του δεν είναι αναγκασμένοι να πραγματοποιήσουν.
Αξίζει να σημειωθεί σ’ αυτό το σημείο ότι τα υιοθετημένα παιδιά ανάλογα με την ηλικία υιοθεσίας έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν μαθησιακές δυσκολίες η προβλήματα συμπεριφοράς. Έρευνες δείχνουν ότι για τις σχολικές επιδόσεις η ηλικία της υιοθεσίας δεν παίζει κανένα ρόλο μέχρι τους 18 μήνες. Υπάρχουν αυξημένα ποσοστά αποτυχίας στο σχολείο όταν η υιοθεσία γίνεται ανάμεσα στους 18 μήνες και στα 3 έτη, ενώ μετά τα 4 χρόνια εμφανίζονται και διαταραχές της συμπεριφοράς.
Συμπερασματικά, καλό είναι η υιοθεσία να γίνεται σε όσο το δυνατό μικρότερη ηλικία έτσι ώστε η επίδραση των αρνητικών παραγόντων ενός αντίξοου περιβάλλοντος να παραμείνει περιορισμένη. Το αν θα παρουσιαστούν προβλήματα στη συνεχεία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο θετική εικόνα έχει αναπτύξει το παιδί για τον εαυτό του, από την ποιότητα των σχέσεων με την θετή οικογένεια καθώς και από το πόσο επιτυχής ήταν ο χειρισμός για την ενημέρωση και την παροχή πληροφοριών γύρω από την υιοθεσία.
Διαπιστώνει λοιπόν κανείς ότι η ποιότητα της σχέσης του υιοθετημένου παιδιού με τους θετούς του γονείς εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από την επαρκή και σε βάθος γνώση που έχει ο γονιός για τις ειδικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει το υιοθετημένο παιδί στην προσπάθεια του να ενσαρκώσει τον αντίστοιχο αυτό ρόλο.
Μια δεύτερη συνιστώσα που καθορίζει την ποιότητα της εκάστοτε περίπτωσης υιοθεσίας και που έχει να κάνει με την στάση των γονιών απέναντι στα παιδιά είναι οι ιδιαίτερες αναστολές και φόβοι που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι οι γονείς στην προσπάθεια τους να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους ως γονείς ενός υιοθετημένου παιδιού. Οι θετοί γονείς έχουν και οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν αισθήματα αποστέρησης και απώλειας. Το γεγονός ότι δεν κατάφεραν να αποκτήσουν φυσικά παιδιά αυξάνει το φόβο τους μήπως δεν φερθούν καλά και χάσουν το θετό παιδί. Στην προσπάθεια τους να παίξουν σωστά το ρόλο τους εμφανίζουν ακραίες αντιδράσεις που κυμαίνονται από την υπερπροστασία μέχρι την απόρριψη, ενώ οι προσδοκίες τους εμφανίζονται πολύ υψηλές η πολύ χαμηλές. Θα πρέπει και οι ίδιοι να αποδεχτούν την πραγματικότητα και την ιδέα ότι πιθανόν δεν θα έχουν το τέλειο παιδί, δηλαδή εκείνο που θα ταυτίζεται πλήρως με τις επιθυμίες τους. Πρέπει να γνωρίζουν ότι από τη δική τους στάση εξαρτάται σ ένα πολύ μεγάλο βαθμό το να προχωράει απρόσκοπτα η διαδικασία συγκρότησης της ταυτότητας του παιδιού.
Από το σταθερό, στοργικό και θετικό υπόβαθρο που προσφέρουν οι θετοί γονείς στο υιοθετημένο παιδί εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η υπερνίκηση των αισθημάτων μειονεκτικότητας, κατάθλιψης και χαμηλής αυτοεκτίμησης του παιδιού.
Ένα τελευταίο σημείο στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε είναι το συχνό ενδεχόμενο να εκφράσει το υιοθετημένο παιδί, ιδιαίτερα στα χρόνια της εφηβείας, την επιθυμία συνάντησης και γνωριμίας με τους βιολογικούς του γονείς. Οι θετοί γονείς δεν έχουν λόγους να αισθανθούν ότι απειλούνται η ότι προδίδονται και να μπουν σε ατελείωτες συγκρούσεις με τον έφηβο. Ακόμα κι αν ο έφηβος πραγματοποιήσει αυτή την επιθυμία του, η εμπειρία αυτή είναι συνήθως απογοητευτική και μάλλον ενδυναμώνει παρά υπονομεύει την θέση των θετών γονιών.
Η υιοθεσία τελικά, παρότι έπεται μιας επώδυνης και τραυματικής απώλειας, αυτής των πραγματικών γονιών, μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία και να κάνει ευτυχισμένους τους θετούς γονείς και το παιδί ένα επιτυχημένο άτομο που έχει ίσες πιθανότητες ευημερίας με οποιοδήποτε άλλο.
Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μια εμβάθυνση στις ειδικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα υιοθετημένο παιδί κατά την διάρκεια της εφηβείας στην προσπάθεια του να διαμορφώσει βαθμιαία την δική του ταυτότητα.
Προβλήματα που αντιμετωπίζει ο υιοθετημένος έφηβος
Η εφηβεία είναι μια περίοδος κατά την οποία οι έφηβοι προσπαθούν να διαμορφώσουν την ταυτότητα τους. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής επιχειρούν να καθορίσουν τις αξίες, τις πεποιθήσεις τους, την επιλογή σταδιοδρομίας και τις προσδοκίες τους.
Η διαδικασία αυτή δεν είναι τόσο απλή όσο ηχεί. Οι έφηβοι ψάχνουν, μιμούνται και απορρίπτουν διάφορους ρόλους. Υποβάλλουν σε αυστηρή κριτική το οικογενειακό πλαίσιο και απορρίπτουν η αγκαλιάζουν οικογενειακές αξίες, παραδόσεις, ιδέες και θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Άλλοτε παρουσιάζονται απολύτως σίγουροι για τον εαυτό τους και τις επιλογές τους και άλλοτε απαξιώνουν κάθε ιδέα και πεποίθηση που έχουν σχηματίσει για τον κόσμο και τα πράγματα γύρω τους.
Ουσιαστικά, έρχονται αντιμέτωποι με θεμελιώδη υπαρξιακά θέματα που συνοψίζονται στα ερωτήματα : ποιος είμαι, που ανήκω.
Ωστόσο για τους υιοθετημένους έφηβους τα παραπάνω ερωτήματα αποκτούν ένα επιπλέον βάρος.
Οι υιοθετημένοι έφηβοι δεν συγκροτούν την ταυτότητα τους απέναντι σε ένα μόνο άξονα αναφοράς, αυτόν της οικογένειας στην οποία μεγαλώνουν. Εφόσον προέρχονται από μια άλλη οικογένεια μοιραία θα αναρωτηθούν ποιος είναι ο φυσικός τους γονιός, αυτός που τους έδωσε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.
Αργά η γρήγορα θα θελήσουν τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που οι θετοί τους γονείς μπορεί να μην είναι σε θέση να τους παρέχουν. Θα αναρωτηθούν για παράδειγμα από που παίρνουν το καλλιτεχνικό τους ταλέντο, αν ο καθένας στην φυσική τους οικογένεια ήταν κοντός, ακόμα πιο είναι το εθνικό τους υπόβαθρο, αν έχουν αδερφούς και αδερφές.
Στην προσπάθεια τους να καταλάβουν ποιοι είναι και τι θέλουν στη ζωή τους θα επιστρέφουν μοιραία σε ένα παρελθόν, ένα σημείο έναρξης άγνωστο, η ζωή τους θα είναι τόσο ακατανόητη όσο περίπου ακατανόητο είναι ένα βιβλίο που ξεκινάει να διαβάζει κανείς από την μέση.
Μια άλλη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι υιοθετημένοι έφηβοι είναι ο φόβος της εγκατάλειψης.
Μπορούμε να κατανοήσουμε το περιεχόμενο και το μέγεθος του φόβου αυτού παρατηρώντας την συμπεριφορά παιδιών που για λόγους σπουδών ή άλλους λόγους αναγκάζονται να αφήσουν την οικογενειακή εστία και να ζήσουν για ένα διάστημα μακριά από τους θετούς τους γονείς.
Έχει παρατηρηθεί ότι σε ένα μεγάλο βαθμό τα παιδιά αυτά αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το γεγονός της απομάκρυνσης από τους θετούς τους γονείς επειδή φοβούνται πως κατά την διάρκεια της απουσίας τους από το σπίτι οι γονείς τους θα τα ξεχάσουν η θα τα εγκαταλείψουν, άλλωστε αναρωτιούνται “κάτι τέτοιο δεν είχε ίσως συμβεί και με τους φυσικούς μου γονείς;”
Μια άλλη δυσκολία που φορτίζει επιπλέον τη σχέση των υιοθετημένων παιδιών με τους θετούς τους γονείς αφορά τον έλεγχο που ασκεί ο γονιός πάνω στον έφηβο.
Από την πλευρά τους οι γονείς δυσκολεύονται να σταματήσουν τον έλεγχο πάνω στα παιδιά τους. Με τη σειρά τους οι έφηβοι παλεύουν για την αποτίναξη του γονικού ελέγχου και την απόκτηση της πολυπόθητης ανεξαρτησίας τους. Αυτή η σύγκρουση μπορεί να είναι πολλαπλασιαστικά έντονη για τα υιοθετημένα παιδιά. Τα παιδιά αυτά σκέφτονται ότι κάποιοι άλλοι έχουν πάρει εξολοκλήρου τις πιο ουσιαστικές αποφάσεις γι” αυτά χωρίς να ρωτήσουν την γνώμη τους.
Οι φυσικοί τους γονείς αποφάσισαν να τα δώσουν προς υιοθεσία χωρίς να τα ρωτήσουν, από την άλλη οι νέοι τους γονείς πήραν την απόφαση να τα αποδεχτούν ως μέλη στην οικογένεια τους. Επιπλέον, οι θετοί γονείς παρακινούμενοι πολλές φορές από την ανησυχία ότι τα παιδιά αυτά έχουν μια προδιάθεση προς αντικοινωνική συμπεριφορά εντείνουν τον έλεγχο και την εξουσιαστική – καταπιεστική συμπεριφορά πάνω τους.
Λόγω των φόβο τους πολλοί θετοί γονείς σφίγγουν τα ηνία ακριβώς την περίοδο της εφηβείας όπου οι έφηβοι παρουσιάζουν μια χαρακτηριστική τάση για περισσότερη ελευθερία και ανεξαρτησία. Το αποτέλεσμα είναι οι υιοθετημένοι έφηβοι να αισθάνονται ότι οι γονείς τους δεν τους εμπιστεύονται κάτι που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την ήδη επίπονη διαδικασία συγκρότησης, της ταυτότητας του εφήβου.
Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι υιοθετημένοι έφηβοι είναι η έντονη αίσθηση ότι είναι διαφορετικοί από τους συνομήλικους τους. Το συναίσθημα ότι είναι διαφορετικοί από τα άλλα παιδιά εμφανίζεται αρχικά με αφορμή την φυσική τους εμφάνιση. Οι συνομήλικοι τους ανακαλύπτουν με σχετική ευκολία τις φυσικές ομοιότητες και τα χαρακτηριστικά φυσιογνωμικά στοιχεία που τους συνδέουν με τους γονείς τους και άλλους ενδεχόμενους συγγενείς τους. Για παράδειγμα ένας έφηβος μπορεί με ευκολία να διαπιστώσει ότι έχει πάρει το χρώμα των μαλλιών της μητέρας του, το ύψος του πατέρα του, το μουσικό ταλέντο της γιαγιά του κ.λ.π.
Έτσι ο έφηβος βρίσκει ένα σταθερό πλαίσιο στο οποίο ανήκει και ένα αναντίρρητο σημείο εκκίνησης της διαδικασίας συγκρότησης του εαυτού και της ταυτότητας του.
Ωστόσο δε συμβαίνει το ίδιο με τον υιοθετημένο έφηβο. Στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων τα υιοθετημένα παιδιά συνήθως δεν βρίσκουν κάποιο συγγενή που να του μοιάζουν, αυτό τα διαφοροποιεί αυτομάτως από τους φίλους τους. Πολλές φορές οι υιοθετημένοι έφηβοι θα ακούσουν τους συνομήλικους τους να λένε μεταξύ τους, πόσο μοιάζουν στους γονείς τους και αρκετές φορές θα κάνουν την δύσκολη ερώτηση στα υιοθετημένα παιδιά “εσύ με ποιον μοιάζεις περισσότερο;”
Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με τις ειδικές δυσκολίες που ένας υιοθετημένος έφηβος αντιμετωπίζει κατά την διαδικασία συγκρότησης της ταυτότητας του, μπορούμε να υπογραμμίσουμε την ανάγκη του να αποκαταστήσει την σύνδεση ανάμεσα στην παροντική κατάσταση του και στο μακρινό του παρελθόν.
Πρόκειται βεβαίως για ένα παρελθόν που ο υιοθετημένος έφηβος απεικονίζει με τα μελανά χρώματα της απώλειας και της εγκατάλειψης, ωστόσο το παρελθόν αυτό αποτελεί το σημείο εκκίνησης του έφηβου και ισοδυναμεί με την αρχή του βιβλίου της ζωής του, την οποία προκείμενου να κατανοήσει πρέπει να την ανακαλύψει ανιχνεύοντας τα σημάδια που κληρονόμησε από την αρχική φυσική του οικογένεια.
Ερωτήματα του τύπου “γιατί οι φυσικοί μου γονείς δεν με κράτησαν κοντά τους;” αναδύονται στην επιφάνεια και αναζητούν την άμεση απάντηση αναγκάζοντας τους υιοθετημένους έφηβους να σκέφτονται και να αναζητούν πληροφορίες για τις αρχικές τους οικογένειες.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να προταθεί ένας τρόπος στάσης και συμπεριφοράς των θετών γονιών απέναντι στα υιοθετημένα παιδιά.
Οι φορείς υιοθεσίας συμβουλεύουν τους θετούς γονείς να ενημερώνουν τα παιδιά πολύ νωρίς έτσι ώστε να μεγαλώνουν με αυτή την ιδέα και να αποτελεί σιγά τμήμα της υπό συγκρότησης συνείδησης τους. Παιδιά που δεν γνωρίζουν ότι είναι υιοθετημένα και το ανακαλύπτουν πολύ αργότερα, βιώνουν μεγάλη δυστυχία και παρουσιάζουν ψυχολογικά προβλήματα.
Η κατάλληλη ηλικία για να ενημερωθεί το παιδί από τους θετούς του γονείς είναι η ηλικία στην οποία θα αρχίσει να ρωτά από που έρχονται τα μωρά, δηλαδή ανάμεσα στα δυο με τέσσερα χρόνια. Σ’ αυτή την ηλικία οι εξηγήσεις πρέπει να πάρουν την μορφή ενός παραμυθιού, μιας ιστορίας που να μπορεί να γίνει κατανοητή από το παιδί. Το γεγονός ότι τα παιδιά ενημερώνονται νωρίς δεν σημαίνει ότι καταλαβαίνουν πλήρως το νόημα της υιοθεσίας, μόνο μετά την ηλικία των έξι ως επτά ετών αρχίζουν να συνειδητοποιούν σταδιακά την ιδιαιτερότητα της θέσης τους. Η αποδοχή γίνεται βαθμιαία και συνεχίζεται μέχρι την ενήλικη ζωή.
Οι θετοί γονείς έχουν δικαιολογημένους φόβους μήπως η αλήθεια αυτή σε πρώιμη φάση πληγώσει το παιδί, πρέπει όμως να γνωρίζουν ότι έχει δικαίωμα να μάθει την αλήθεια που το αφορά. Η σαφήνεια σχετικά με το παρελθόν του παίζει σημαντικό ρόλο στην εικόνα που σχηματίζει για τον εαυτό του και την αυτοεκτίμηση του.
Ανάδογοι γονείς: “αξίζει τον κόπο;”
Σε περιόδους εορτών πολλοί συνάνθρωποι μας σκέφτονται να προσφέρουν την βοήθεια τους σε παιδιά που στερούνται φυσικής οικογένειας.
Κάποιοι προχωρούν πέρα από την απλή οικονομική ενίσχυση των παιδιών αυτών σκεπτόμενοι την περίπτωση της αναδοχής.
Η αναδοχή στηρίζεται πρωτίστως στην εθελοντική προσφορά και την αγάπη του ανθρώπου για τον συνάνθρωπο. Είναι σημαντικό να κινητοποιούνται οι συνάνθρωποι μας από συναισθήματα αλληλεγγύης προς τα παιδιά που για διάφορους λόγους στερούνται φυσικής οικογένειας και να προθυμοποιούνται να τα περιλάβουν ως ισότιμα μέλη στην δική τους οικογένεια.
Ωστόσο προτού προχωρήσουν σε μια τέτοια απόφαση, είναι απαραίτητο να έχουν πλήρη και σε βάθος γνώση των ειδικών παραμέτρων και ιδιαιτεροτήτων που συνθέτουν την περίπτωση της αναδοχής ώστε με ωριμότητα και σύνεση να κάνουν αυτό το βήμα.
Καταρχάς πρέπει να διευκρινιστεί ότι αντίθετα από τους περιορισμούς που ισχύουν στην περίπτωση της υιοθεσίας η αναδοχή είναι μια πιο απλή και λιγότερο χρονοβόρα υπόθεση. Στην υιοθεσία υπάρχει ηλικιακός περιορισμός ενώ απαιτείται η συναίνεση των φυσικών γονέων για να δοθεί το παιδί για υιοθεσία. Επιπλέον, στην υιοθεσία η νομική ταυτότητα του παιδιού αλλάζει. Αντίθετα στην περίπτωση της αναδοχής δεν υπάρχει αυστηρός ηλικιακός περιορισμός και δεν απαιτείται η συναίνεση των φυσικών γονέων για να δοθεί το παιδί προς αναδοχή. Επιπλέον ,στην αναδοχή το παιδί διατηρεί το ονοματεπώνυμο του, την νομική του ταυτότητα και εξακολουθεί να θεωρείται νόμιμο τέκνο των βιολογικών του γονέων.
Ως ανάδοχη οικογένεια ,σύμφωνα με την νομοθεσία, νοείται η οικογένεια που προσφέρεται να φιλοξενήσει βρέφη και παιδιά μέχρι την ηλικία των 16 ετών, τα οποία λόγω έκτακτων ή χρόνιων αναγκών όπως ασθένεια των γονέων, ατύχημα, φυλάκιση, διάλυση οικογένειας ή ακαταλληλότητα των φυσικών γονέων στερούνται της οικογενειακής φροντίδας.
Τα είδη της αναδοχής είναι τρία :
1 .Συγγενική αναδοχή, όπου η κοινωνική λειτουργός έρχεται σε επαφή με τους συγγενείς της οικογένειας που περνά κρίση και τους αναθέτει εφόσον το ζητούν την φροντίδα του παιδιού.
2.Μεσοπρόθεσιιτι αναδοχή, διάρκειας 2 ετών. Η λύση αυτή επιλέγεται όταν οι οικογένειες χρειάζονται ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να ξεπεράσουν την όποια κρίση αντιμετωπίζουν και να ξαναπάρουν πίσω τα παιδιά τους. Η μεσοπρόθεσμη αναδοχή είναι η συνηθέστερη και στη πλειοψηφία των περιπτώσεων εξελίσσεται σε μακροπρόθεσμη.
3 .Μακροπρόθεσμη αναδοχή, αυτή αφορά περιπτώσεις παιδιών που για διάφορους λόγους δεν μπορούν να επιστρέψουν στους φυσικούς τους γονείς.
Γνωρίζοντας λοιπόν κανείς τις παραπάνω περιπτώσεις αναδοχής μπορεί να αποφασίσει τι ακριβώς είναι αυτό που ταιριάζει στην οικογένεια του.
Ωστόσο το κριτήριο του ως προς το ποια περίπτωση αναδοχής θα επιλέξει πρέπει πάντοτε να συναρτάται με την παραδοχή ότι πρέπει να επιλέγουμε όχι τις βραχείας διάρκειας περιπτώσεις αναδοχής αλλά τις μεσοπρόθεσμες η ακόμα καλύτερα τις μακροπρόθεσμες αφού η συνεχής εναλλαγή περιβάλλοντος για το παιδί συνεπάγεται αστάθεια στην συγκρότηση της ταυτότητας του.
Παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση της ανάδοχης φιλοξενίας όπου το παιδί γνωρίζει ότι έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα θα επιστρέψει στο ίδρυμα, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να εγκλιματιστεί στο νέο του περιβάλλον. Στην περίπτωση αυτή προκαλείται απλώς αναστάτωση χωρίς να μπορεί το παιδί να απολαύσει την ηρεμία και φροντίδα της νέας οικογενειακής εστίας που του προσφέρεται. Επιπλέον σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα όπως αυτό της ανάδοχης φιλοξενίας, τα φυσικά παιδιά της οικογένειας δεν προλαβαίνουν να αφομοιώσουν το νέο παιδί και συνήθως το αντιμετωπίζουν ως εισβολέα.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουν οι γονείς που σκέπτονται να πραγματοποιήσουν το βήμα της αναδοχής πως μια τέτοια κατάσταση συνεπάγεται ιδιαιτερότητες που πρέπει να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τους προτού πάρουν την οποία απόφαση. Όσο απόθεμα αγάπης, καλοσύνης και υπομονής κι αν διαθέτουν μπορεί να μην είναι αρκετό αν δεν είναι οπλισμένοι με την γνώση των ειδικών δυσκολιών που μπορεί να συναντήσουν στην περίπτωση που προχωρήσουν στην αναδοχή παιδιού.
Πολύ σημαντικό στοιχείο που καθορίζει την ποιότητα της αναδοχής είναι η συμπεριφορά των φυσικών παιδιών προς τα ανάδοχα παιδιά.
Αρχικά τα φυσικά παιδιά μπορεί να ενθουσιαστούν και να προσφέρουν μια ζεστή αγκαλιά στο παιδί που έρχεται σπίτι τους μπορεί όμως και να βαρεθούν γρήγορα ή να τηρήσουν εχθρική στάση απέναντι του αν δουν το νέο παιδί ως αντίζηλο και ανταγωνιστή προς την αγάπη των φυσικών τους γονιών. Είναι γεγονός πως τα ανάδοχα παιδιά θα απαιτήσουν την προσοχή και των χρόνο των νέων τους γονιών πράγμα το οποίο μπορεί να κάνει τα φυσικά παιδιά να ζηλέψουν. Η κατάσταση αυτή μπορεί να γίνει περαιτέρω δύσκολη όταν οι ανάδοχοι γονείς παραμελήσουν τα δικά τους παιδιά ή διαφοροποιήσουν την συμπεριφορά τους, δηλαδή χρησιμοποιήσουν διαφορετικά μέτρα και σταθμά αξιολόγησης της συμπεριφοράς φυσικών και ανάδοχων παιδιών.
Μεγάλο ρόλο παίζει επίσης ο αριθμός των φυσικών τέκνων η απουσία αυτών, θα ήταν λάθος η σκέψη της αναδοχής μόνο για να προσφέρουν οι γονείς συντροφιά στο μοναχοπαίδι τους χωρίς το ίδιο να το έχει ζητήσει η να είναι έτοιμο να επωμισθεί την υποχρέωση να μοιράζεται ξαφνικά την αγάπη και φροντίδα των γονιών του με ένα νέο παιδί.
Συμπερασματικά, η ποιότητα της αναδοχής δεν εξαρτάται μόνο από την βαθιά συναίνεση των συζύγων αλλά και των φυσικών τους παιδιών. Διότι δεν πρόκειται για ένα απλό ναι ή όχι αλλά για την εξασφάλιση των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την ηρεμία και των δυο πλευρών.
Ένα άλλο σημείο που θα πρέπει να προσέχουμε σε μια περίπτωση αναδοχής είναι η επιλογή των χαρακτηριστικών του παιδιού που οι νέοι γονείς θέλουν να αναλάβουν.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί συζητούν πάντα με τους υποψήφιους ανάδοχους γονείς την ηλικία και το φύλο του παιδιού. Αυτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να λαμβάνονται πάντα υπ’ όψιν καθώς αποτελούν σημαντική παράμετρο για να είναι η συμβίωση με το νέο παιδί αρμονική. Αν τα χαρακτηριστικά του υποψήφιου ανάδοχου παιδιού είναι τέτοια που δεν συμβιβάζονται εύκολα με τα χαρακτηριστικά της οικογένειας είναι προτιμότερο να αναβάλλεται η αναδοχή.
Τέλος είναι πολύ σημαντικό να λαμβάνεται ειδική μέριμνα ώστε το ανάδοχο παιδί να γνωρίζει την αλήθεια για το παρελθόν του και τους λόγους για τους οποίους τίθεται υπό αναδοχή. Το πως και ποτέ θα ενημερωθεί εξαρτάται από την ηλικία και το νοητικό του επίπεδο. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να συζητηθεί με τον κοινωνικό λειτουργό όπως επίσης και το ποιος θα το ενημερώσει. Το σίγουρο όμως είναι ότι παιδιά που τίθενται σε μακροχρόνια ανάδοχη φροντίδα πρέπει να μεγαλώνουν έχοντας επίγνωση της θέσης και της κατάστασης τους γι’ αυτό δεν πρέπει να προσποιούμαστε ή να αναβάλλουμε τον χρόνο που θα μάθουν όλα όσα τα αφορούν.
Όσο περισσότερο εναργή γνώση έχει το παιδί για το παρελθόν του και τους λόγους που ετέθη υπό αναδοχή τόσο πιο σταθερό και απαλλαγμένο από ασάφειες και αβεβαιότητες είναι το υπόβαθρο πάνω στο οποίο πατάει για να συγκροτήσει την ταυτότητα του σε συνάρτηση με το νέο οικογενειακό περιβάλλον και το δικό του ρόλο μέσα σ’ αυτό. Η προθυμία του ανάδοχου γονιού να εξηγήσει καθώς και η ειλικρίνεια του είναι τα καλύτερα όπλα για την συναισθηματική ενδυνάμωση του παιδιού.
Δημήτρης Μπούκουρας
Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής