Όταν επιλέγουμε το διάβασμα ως διασκέδαση:

Το διάβασμα είναι μία διέξοδος, μία συντροφιά ή και μία ψυχαγωγία για ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων. Πολλοί επιλέγουν ένα βιβλίο στη παραλία, στα ταξίδια τους ή και στο κρεβάτι τους, για να χαλαρώσουν πριν κοιμηθούν. Τα βιβλία επίσης έχουν φτιαχτεί για όλες τις ηλικίες και για κάθε προσωπικό στυλ. Η επιλογή ενός βιβλίου σχετίζεται με τον χαρακτήρα του κάθε ατόμου. Εάν για παράδειγμα είναι κάποιο άτομο πιο συναισθηματικό ή πιο περιπετειώδη, συνήθως επιλέγει να διαβάσει και αντίστοιχες ιστορίες. Ανεξάρτητα όμως από το είδος και το μέγεθος των βιβλίων που επιλέγονται, έρευνες έχουν αποδείξει την θετική επίδραση που ασκείται στον εγκέφαλό μας, αλλά και τη ψυχολογία μας την ώρα που διαβάζουμε.

 

Τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας όταν διαβάζουμε:

Επιστημονικές έρευνες έχουν αποδείξει την αυξημένη ροή του αίματος στον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ενός βιβλίου.  Η αυξημένη αιματική κυκλοφορία διαπιστώνεται ανεξάρτητα από τον τύπο του βιβλίου ή τα χαρακτηριστικά του ατόμου που διαβάζει. Δεν αλλάζει δηλαδή η ροή του αίματος στον εγκέφαλο εξ αιτίας της ποιότητας ή της επιστημονικής βαρύτητας ενός αναγνώσματος. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η ανάγνωση, φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά την αύξηση της αιματική ροής. Συγκεκριμένα, η προσεκτική ανάγνωση, η οποία σχετίζεται με τη κριτική σκέψη, επιδρά περισσότερο στις λειτουργίες του εγκεφάλου. Συμπερασματικά, μεγαλύτερη σημασία έχει το «πώς» διαβάζουμε και όχι το «τι» διαβάζουμε.

 

Είναι το διάβασμα μία μορφή ψυχαγωγίας;

Τις περισσότερες φορές η διασκέδαση και η ψυχαγωγία είναι άμεσα συνδεδεμένη με την έξοδο. Διασκέδαση, στις μέρες μας, νοείται η βόλτα με φίλους, το φαγητό με παρέα, η ψυχαγωγία σε κέντρα νυχτερινής διασκέδασης, κοκ. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ως ψυχαγωγία επιλέγονται, κυρίως από τη νέα γενιά, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ή απλώς η διαδικτυακή επικοινωνία στα social media. Το διάβασμα σπάνια επιλέγεται, καθώς δε παρέχει άμεση αίσθηση της διασκέδασης, αλλά απαιτεί τη προσωπική προσπάθεια (ανάγνωση), για να επέλθει η ψυχαγωγία, η χαλάρωση ή και η απορρόφηση από το αντίστοιχο βιβλίο. Αντιθέτως σε μία ταινία, η προβολή των εικόνων, όπως και ο ήχος, στην ουσία «κάνουν την δουλειά» αντί για εμάς. Για το λόγο αυτό, το ποσοστό ατόμων που έχει δει μία ταινία, είναι σαφώς πολύ μεγαλύτερο από το ποσοστό που έχει διαβάσει το βιβλίο της ίδιας ταινίας. Δεν είναι τυχαίο βέβαια, πως οι αναγνώστες των βιβλίων των ταινιών, αφού είδαν την αντίστοιχη ταινία, δήλωσαν την προτίμησή τους στα βιβλία.

 

Για όσους έχουμε περάσει πολλές ώρες διαβάζοντας, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι το διάβασμα μπορεί να ωφελεί τόσο την ψυχική υγεία μας όσο και τις διαπροσωπικές σχέσεις μας.

 

Ακολουθούν πέντε ψυχολογικά οφέλη του διαβάσματος και τα αντίστοιχα επιστημονικά ευρήματα:

 

1. Το διάβασμα μάς κάνει περισσότερο συμπονετικούς

Οι κατοπτρικοί νευρώνες, οι οποίοι τίθενται σε λειτουργία στον εγκέφαλό μας όταν εμείς οι ίδιοι εκτελούμε μια εργασία ή όταν παρακολουθούμε κάποιον άλλο να εκτελεί μία εργασία, ανακαλύφθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Η ανακάλυψή τους οδήγησε στην καλύτερη κατανόηση της νευροεπιστήμης της ενσυναίσθησης.

Έρευνα έδειξε ότι η λογοτεχνική μυθοπλασία η οποία προσομοιάζει στην καθημερινότητά μας, αυξάνει την ικανότητά μας για ενσυναίσθηση απέναντι τους άλλους. Οι συμμετέχοντες της έρευνας διάβασαν είτε λογοτεχνικά είτε μη λογοτεχνικά βιβλία και όταν τελείωσαν υπεβλήθησαν σε ένα τεστ ενσυναίσθησης. Όσοι είχαν διαβάσει λογοτεχνικά βιβλία ανταποκρίθηκαν με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση.

 

2. To διάβασμα μάς κάνει περισσότερο ευέλικτους ψυχικά

Το διάβασμα ποίησης και άλλων βιβλίων που κάνουν τον αναγνώστη να διερωτάται αναφορικά με το νόημα τους, έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί συναρπαστικές αλλαγές στα μοτίβα εγκεφαλικής δραστηριότητας. Σε μία μελέτη, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να βαθμολογήσουν βιβλία με βάση την ποιητικότητά τους και κατά πόσο θα έπρεπε να επανεξετάζουν το νόημά τους ενώ τα διάβαζαν. Στην ανάγνωση πιο πολύπλοκων βιβλίων, οι εγκεφαλικές σαρώσεις έδειξαν αυξημένη δραστηριότητα σε σημαντικές περιοχές του εγκεφάλου, καθώς και αυξημένη λογοτεχνική αντίληψη.

 

3. Το διάβασμα βελτιώνει την ορθολογιστική σκέψη και τη δημιουργικότητα

Το διάβασμα έχει συνδεθεί επανειλημμένα με τη δημιουργικότητα. Μια μελέτη βρήκε ότι μετά την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, οι άνθρωποι έχουν μικρότερη ανάγκη για γνωστική αποκοπή.

Σε αυτή τη μελέτη ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να διαβάσουν είτε ένα δοκίμιο είτε μία σύντομη ιστορία. Μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης αξιολογήθηκε η ανάγκη τους για γνωστική αποκοπή. Οι αναγνώστες της σύντομης ιστορίας παρουσίασαν σημαντική μείωση στην ανάγκη τους για γνωστική αποκοπή, σε σύγκριση με όσους είχαν διαβάσει το δοκίμιο. Η επίδραση ήταν ιδιαίτερα έντονη στους συμμετέχοντες που ήταν συστηματικοί αναγνώστες.

 

4. Το διάβασμα ενισχύει τη συνδεσιμότητα και τη λειτουργία του εγκεφάλου

Οι έρευνες δείχνουν ότι οι ιστορίες έχουν τόσο ψυχολογική όσο και νευρολογική επίδραση στον εγκέφαλο.

Μια μελέτη στην οποία οι συμμετέχοντες υπεβλήθησαν σε εγκεφαλική σάρωση πριν, κατά τη διάρκεια και πέντε μέρες μετά την ανάγνωση μιας νουβέλας, βρήκε συνεχιζόμενες νευρολογικές αλλαγές. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπήρχαν αλλαγές στην κατάσταση ανάπαυσης του εγκεφάλου μετά το τέλος της ανάγνωσης της νουβέλας.

Ο Γκρέγκορι Μπερνς, επικεφαλής της μελέτης και καθηγητής νευροεπιστημών, εξηγεί: Παρ’ όλο που οι συμμετέχοντες δεν διάβαζαν τη νουβέλα κατά τη διάρκεια σάρωσης του εγκεφάλου τους, φάνηκε να διατηρούν αυτή την υψηλή συνδεσιμότητα. Αυτό το αποκαλούμε “επακόλουθη δραστηριότητα”, η οποία είναι σχεδόν παρόμοια με την μνήμη των μυών.

Οι νευρολογικές αλλαγές που βρήκαμε ότι συνδέονται με τα συστήματα σωματικών αισθήσεων και κίνησης, δείχνουν ότι το διάβασμα μιας νουβέλας μπορεί να σας συνεπάρει τόσο ώστε να “μεταφερθείτε” στο σώμα του πρωταγωνιστή. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι οι καλές ιστορίες μπορούν να μας βάλουν στη θέση κάποιου άλλου, με τη μεταφορική έννοια. Τώρα βλέπουμε ότι μπορεί να υπάρχει και κάποια βιολογική επίδραση.

 

 

5. Το διάβασμα μπορεί να αποτρέψει την άνοια

Οι δραστηριότητες που διεγείρουν τον εγκέφαλο όπως το διάβασμα, έχουν αποδειχθεί ότι αποτρέπουν την πνευματική εξασθένιση καθώς και ασθένειες όπως η άνοια, ακόμη και η νόσος του Αλτσχάιμερ.

Μία μελέτη βρήκε ότι οι άνθρωποι οι οποίοι διαβάζουν σε μεγαλύτερη ηλικία, έχουν κατά 32% μικρότερη πιθανότητα εξασθένισης των πνευματικών ικανοτήτων τους.

Το διάβασμα φαίνεται να εισάγει τον εγκέφαλό μας σε μια κατάσταση παρόμοια με αυτή του διαλογισμούπροκαλώντας στην υγεία μας τα ίδια οφέλη της βαθιάς χαλάρωσης και εσωτερικής ηρεμίας. Οι τακτικοί αναγνώστες κοιμούνται καλύτερα, έχουν χαμηλότερα επίπεδα στρες, υψηλότερη αυτοεκτίμηση και χαμηλότερα επίπεδα κατάθλιψηςαπό όσους δεν διαβάζουν.

Αν το διάβασμα οδηγεί στην υιοθέτηση καλύτερης συμπεριφοράς απέναντι στον εαυτό μας αλλά και στους άλλους, αποτρέποντας παράλληλη την πνευματική εξασθένιση, τι άλλο κίνητρο χρειαζόμαστε για να αρχίσουμε να διαβάζουμε ένα καλό βιβλίο;

Προηγούμενο άρθροΑποπραγματοποίηση: Η αίσθηση ότι δεν είσαι αληθινός
Επόμενο άρθροΔικαστική Ψυχολογία