Υπήρξε μια περίοδος που ήθελα να γίνω ηθοποιός. Δεν ξέρω γιατί και, ειλικρινά, τώρα που το βλέπω από απόσταση, νομίζω πως σκεφτόμουν πιο πολύ τη δόξα, τη φήμη και τα κορίτσια που θα έριχνα, παρά το γεγονός πως πρόκειται για ένα σοβαρό επάγγελμα που απαιτεί θυσίες και αγάπη. Βέβαια, όπως θα διαβάσετε παρακάτω, έφτασα πολύ κοντά στο να γίνω εγώ ο ίδιος θυσία για την τέχνη, χωρίς καν να το θέλω.
Αυτό το περιστατικό είναι από εκείνα που σου συμβαίνουν μια φορά στη ζωή σου, αλλά τα θυμάσαι για πάντα.
Όπως προείπα, ήθελα να ασχοληθώ με τον χώρο του θεάτρου. Ποιον κοροϊδεύω; Βασικά, με την τηλεόραση ήθελα να ασχοληθώ. Από εκεί θα είχα περισσότερες επιτυχίες. Στο θέατρο χρειάζεται και κάποιο ταλέντο ενώ, όπως έχετε καταλάβει, στην τηλεόραση, ειδικά στην ελληνική, δεν χρειάζεται να είσαι κάτι το ιδιαίτερο.
Έτσι, με λίγο ψάξιμο, άρχισα να κλείνω audition για διαφημίσεις, σειρές και ταινίες.Τα πράγματα, όμως, ήταν πιο δύσκολα από ό,τι περίμενα και το ντεμπούτο μου στο γυαλί φαινόταν αβέβαιο. Πήγαινα πραγματικά σε ό,τι casting μπορούσα να βρω. Μια μέρα λοιπόν, άνοιξα μια εφημερίδα με αγγελίες και έψαξα στη σχετική στήλη για τους ηθοποιούς. Εκεί, ανάμεσα στις μόλις πέντε αγγελίες που υπήρχαν, βρήκα μία που μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Ένας σκηνοθέτης, έψαχνε νεαρούς ηθοποιούς για τα γυρίσματα μιας ταινίας, που θα είχε σκοπό να μεταφέρει την τραγωδία του Σοφοκλή, “Αντιγόνη”, στην σύγχρονη εποχή.
Ο νεαρός, ηλίθιος, εαυτός μου, πήρε κατευθείαν τηλέφωνο και έκλεισε μια πρώτη συνάντηση για την επόμενη μόλις ημέρα. Το ραντεβού είχε κλειστεί για τις εννιά το πρωί. Αφού ξύπνησα με τα χίλια ζόρια, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στο “γραφείο” όπου είχαμε κανονίσει να βρεθούμε. Αυτό βρισκόταν κοντά στην Πλατεία Αμερικής.
Ανέβηκα με τις σκάλες -τότε φοβόμουν τα ανσασέρ- στον τρίτο όροφο (μπορεί και στον τέταρτο, δεν θυμάμαι καλά) και χτύπησα το κουδούνι. Αυτή ήταν η τελευταία μη ψυχεδελική στιγμή που θυμάμαι από το όλο γεγονός. Την πόρτα άνοιξε ένας ευτραφής σαραντάρης, ο οποίος φορούσε απλώς ένα βρακί (από τα παλιά, τα σλιπάκια) και ένα βρώμικο, αμάνικο φανελάκι. Κερασάκι σε αυτή την ανώμαλη τούρτα τα rapist glasses, που συμπλήρωναν το συνολάκι που φορούσε όταν μου άνοιξε. Φανταστείτε έναν ψυχοπαθή δολοφόνο από αμερικανική ταινία. Δεν έχω ιδέα γιατί δεν το έβαλα στα πόδια. Απλώς “πάγωσα” και φέρθηκα σαν να συμβαίνει κάτι το φυσιολογικό, όπως έκανε και ο ίδιος δηλαδή. Με χαιρέτησε με επαγγελματική χειραψία και μου ζήτησε να βγάλω τα παπούτσια μου και να μπω μέσα. Επίσης δεν ξέρω γιατί, αλλά το έκανα. Το “γραφείο” ήταν τελικά το σπίτι του, ένα μικρό διαμέρισμα στο οποίο όλα τα παντζούρια και τα παράθυρα ήταν κλειστά και το μόνο φως που υπήρχε ερχόταν από ένα μικρό πορτατίφ, που υπήρχε στο πάτωμα του σαλονιού.
Αφού προχωρήσαμε στα ενδότερα του σπιτιού, μου είπε να καθίσω στον, λιωμένο από τη χρήση, καναπέ. Άραξε σταυροπόδι δίπλα μου, κοιτάζοντάς με από πάνω μέχρι κάτω.
“Μια χαρά είσαι. Για πες μου, πόσα κιλά είσαι;”.
“Εμ, 79-80”.
“Μια χαρά, μια χαρά και τι ύψος έχεις;”.
“1,83”.
“Μου κάνεις ακριβώς, για έναν ρόλο που έχω στο μυαλό μου”.
Ο χώρος, αλλά και η ανάσα του, βρωμούσανε κρασί. Ναι, έπινε κρασάρες ενώ ήταν μόλις εννιά το πρωί. Μου προσέφερε και εμένα αλλά αρνήθηκα, σκεπτόμενος πως σίγουρα θα είχε ρίξει μέσα, στην καλύτερη, κανένα “χάπι βιασμού”.
Έπειτα, άρχισε να μου μιλά για το βιογραφικό και τις σπουδές του, ενώ εγώ συνέχιζα να παίζω το παιχνίδι του. Να φέρομαι, δηλαδή, σαν να μη συμβαίνει τίποτα το περίεργο. Σαν να μην ήμουν κλεισμένος σε ένα σπίτι, μέσα στα σκοτάδια, παρέα με έναν άγνωστο με βρακί και rapist glasses, ο οποίος έζεχνε κρασί. Σαν να μην είχα ένα παπάρι σε πολύ πιο κοντινή απόσταση από αυτήν που θέλω να έχω συνήθως με το παπάρι ενός αγνώστου.
Αφού περιαυτολόγησε για τις σπουδές του, αποφάσισε να μου δείξει τους “συμπρωταγωνιστές” μου. Εκείνη τη στιγμή, είχα πείσει τον εαυτό μου πως θα πεθάνω εκεί μέσα. Πήρε λοιπόν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και άρχισε να μου δείχνει μια παρέα από παιδιά, κοντά στην ηλικία μου, τα οποία είχε φωτογραφήσει σε διάφορα σημεία όπως ένα εμπορικό κέντρο, μια παραλία και ένα καφέ. Η παρέα αποτελούνταν από μια κοπέλα και δύο αγόρια, οι οποίοι, απ’ ό,τι κατάλαβα, φωτογραφίζονταν με τη θέλησή τους. Δεν ξέρω βέβαια αν η κοπέλα είχε υπόψην της πως ο τυπάς είχε βγάλει και κάποιες φωτογραφίες κάτω από τη φούστα της, στις κυλιόμενες σκάλες του εμπορικού κέντρου. Πραγματικά, η φάση αυτή ήταν πολύ περίεργη. Τι δουλειά είχαν αυτά τα νεαρά παιδιά με τον τύπο με το βρακί; Γιατί πήγαιναν βόλτες μαζί του και έβγαζαν φωτογραφίες ποζάροντας; Άραγε ζουν ή είναι σε κάποια λίστα της αστυνομίας με εξαφανισμένα άτομα;
Όταν σηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα, βρήκα λίγο χρόνο να “χτενίσω” τον χώρο με το βλέμμα μου. Αυτό που είδα με ταρακούνησε και, επιτέλους, με επανέφερε στη λογική μου, η οποία φώναζε μέσα στο κεφάλι μου, “μαλάκα, φύγε από εδώ το συντομότερο”.
Το σαλόνι του τύπου, λοιπόν, ήταν γεμάτο με καδραρισμένες φωτογραφίες γυμνών (ανδρών και γυναικών) σε τρελές πόζες. Το creepy στοιχείο είναι πως οι φωτογραφίες ήταν τραβηγμένες στον ίδιο χώρο τον οποίο βρισκόμουν και δεν μιλάω για δέκα-είκοσι φωτογραφίες, αλλά για εκατοντάδες. Κορνιζαρισμένα παπάρια, μουνιά, κωλομέρια και βυζιά παντού γύρω μου. Επειδή, λοιπόν, δεν ήθελα να βρεθώ στα τέσσερα με μια μάσκα στο κεφάλι να ποζάρω για τη συλλογή του τύπου, ούτε ήθελα να δω το πουλί μου ταριχευμένο στον τοίχο με τα τρόπαια που μπορεί να είχε στο διπλανό δωμάτιο, αποφάσισα να δράσω.
Μόλις γύρισε στο σαλόνι, πετάχτηκα και καλά ενθουσιασμένος, λέγοντάς του πως έχω μια φίλη που είναι πολύ καλή και πως θα ήθελα πολύ να τη φέρω ώστε να μας δει μαζί. Τα μάτια του έλαμψαν από ενθουσιασμό. Χαμογελούσαν μέχρι και τα rapist glasses. Δέχτηκε χωρίς καν να το σκεφτεί και κανονίσαμε ένα νέο ραντεβού για την επόμενη μέρα την ίδια ώρα και με συνόδευσε μέχρι την έξοδο. Στην εσωτερική πλευρά της πόρτας υπήρχε μια ακόμη φωτογραφία με έναν κώλο, η οποία ήταν κολλημένη πάνω σε μία αφίσα από ένα παλαιότερο BDSM event.
Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που θυμάμαι από εκείνο το αχούρι. Δεν θυμάμαι καν αν γύρισα να τον χαιρετήσω ή αν έφυγα με τη μία. Ήμουν τόσο μαλάκας μικρός, που πιθανότατα να τον χαιρέτησα κιόλας.
Κατεβαίνοντας, πάλι με τις σκάλες, υπήρξε μια συγκινητική επανασύνδεση με τον ήλιο και τον καθαρό αέρα, ενώ με σχεδόν ρομποτικές κινήσεις, μπήκα στο πρώτο φαρμακείο που είδα και αγόρασα ένα μπουκαλάκι με απολυμαντικό υγρό, με το οποίο σχεδόν λούστηκα.
Κοίταξα για μια τελευταία φορά το κτήριο, έριξα ένα τρελό βρισίδι και χάθηκα στην πόλη.
Η καριέρα μου είχε μόλις τελειώσει με τον πιο άδοξο τρόπο.
ΥΓ: Ένα ερώτημα με βασανίζει. Τι σκατά ήθελε να πετύχει ο τύπος; Μήπως ήταν κάποια εκπομπή με φάρσες που δεν έπαιξε ποτέ στην τηλεόραση. Μήπως έχω γίνει πρωταγωνιστής σε viral βιντεάκι φάρσας και δεν το έχω πάρει χαμπάρι;
Του Αντώνη Κωνσταντάρα