Υπάρχουν άτομα που ζουν πάντα μαζί. Κατοικούν στο ίδιο σπίτι, κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, σηκώνονται την ίδια ώρα το πρωί, διαβάζουν τις ίδιες εφημερίδες, εργάζονται στο ίδιο γραφείο, τρώνε ο ένας δίπλα στον άλλο μεσημέρι και βράδυ. Πάνε για ύπνο την ίδια ώρα το βράδυ. Έχουν τους ίδιους φίλους. Όταν ο ένας πρέπει να κάνει κάποιο ταξίδι, ο άλλος τον συνοδεύει.
Συνηθίζουν να συζητούν τις εμπειρίες τους, να σχολιάζουν τη συμπεριφορά των προσώπων που συναντούν. Πηγαίνουν μαζί για να ψωνίσουν τα ρούχα τους. Ο ένας συμβουλεύεται τον άλλον σε κάθε περίσταση. Διαλέγουν μαζί το σπίτι όπου θα μείνουν, την επίπλωση του, το που και πως θα περάσουν τις διακοπές τους. Είναι αμοιβαία πιστοί και το κάνουν χωρίς προσπάθεια, γιατί ο ένας αρέσει στον άλλον, γιατί υπάρχει αμοιβαία σεξουαλική έλξη.
Αυτή η εγκαρδιότητα δεν είναι απλώς προιόν μιας κατάστασης ερωτικού πάθους. Είναι αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας προσέγγισης που τους οδηγεί σιγά σιγά να ανακαλύψουν ότι ζώντας μαζί αισθάνονται καλύτερα, ότι ζώντας μαζί ενισχύουν το σφρίγος τους, τις πνευματικές και ζωτικές τους ικανότητες.
‘Οταν ο ένας είναι κουρασμένος, ο άλλος τον βοηθά, όταν ο ένας είναι εκνευρισμένος και χάνει την υπομονή του, ο άλλος διατηρεί την ηρεμία του. Καθένας τους έχει εμπιστοσύνη στη λογική του άλλου, είναι σίγουρος γι αυτόν, αφού η σχέση τους είναι δοκιμασμένη. Αν δεν μπορεί να πάει κάπου ο ίδιος, στέλνει τον άλλο στη θέση του, γιατί ξέρει ότι θα κάνει το καλύτερο δυνατό.
Ακόμα μπορούν πάντα, συγκρίνοντας τις απόψεις και τις επιθυμίες τους, να φτάνουν σε κοινή απόφαση. Επειδή ακριβώς ο ένας είναι άντρας και η άλλη γυναίκα, οι ευαισθησίες στους αλληλοσυμπληρώνονται. Ο καθένας προβλέπει τις εκδοχές εκείνες που στον άλλο θα ξέφευγαν και αναλύοντας ένα ζήτημα, έχουν την ικανότητα να το κατανοήσουν καλύτερα από ότι ο καθένας χωριστά.
Με τον καιρό ο καθένας τους συνήθισε να ανέχεται τα επουσιώδη ελαττώματα του άλλου και προσπαθεί να εξαλείφει όσα είναι σοβαρά. Έχουν μάθει να αστειεύονται, να αποφεύγουν τις εκνευριστικές συζητήσεις, να αλληλοσυγχωρούνται, να υποβιβάζουν τα λάθη.
Ουσιαστικά ζουν έτσι όπως συνήθως ελπίζουν να ζήσουν οι ερωτευμένοι. Πάντα μαζί, πιασμένοι χέρι χέρι, κι όμως παραμένουν δύο προσωπικότητες ξεχωριστές, διακριτικές, δύο διαφορετικά άτομα. Όπως παρατηρεί ο Μαρει Ντέιβις, το γεγονός ότι χαρακτηρίζονται από τόσα κοινά τους επιτρέπει να επικεντρώσουν, να κάνουν πιο ευδιάκριτα τα προσωπικά στοιχεία που τους συνθέτουν.
Το ανθρώπινο πλάσμα παρατηρεί ο Ντέιβις, έχει την δυνατότητα να αποσυνδέεται σε χίλια κομμάτια και να αισθάνεται το καθένα από αυτά σαν τον πραγματικό του εαυτό. Χάρη σε αυτήν την ψυχική διεύρυνση, την συνεκδοχή, όπως την χαρακτηρίζει ο Ντέιβις, ένας άνθρωπος μπορεί να δοθεί ολοκληρωτικά και παράλληλα να παραμείνει ο εαυτός του, διατηρώντας μόνο τα συστατικά που τον χαρακτηρίζουν.
Γι αυτό είναι πραγματικά λάθος να μιλάμε σε αυτές τις περιπτώσεις για μία ένωση καθαρής συμβίωσης, όπως κάνουν μερικοί ψυχαναλυτές. Παρόλο που είναι ενωμένοι πάρα πολύ σφιχτά, οι δύο αυτοί σύζυγοι παραμένουν διαφορετικοί και ελεύθεροι. Ο καθένας διατηρεί κάποιες ιδιαίτερες προτιμήσεις, στο φαγητό για παράδειγμα. Έχει δικούς του βιολογικούς ρυθμούς και ας έχει μάθει να τους εναρμονίζει με τους ρυθμούς του αγαπημένου προσώπου.
Διατηρεί τις προτιμήσεις του στις κινηματογραφικές ταινίες, στους αγαπημένους του ηθοποιούς, έχει τις δικές του ιδέες, φιλοσοφικές, πολιτικές και θρησκευτικές. Φυσικά είναι πολύ ανοιχτός στις ιδέες του άλλου, καταλαβαίνει τις αρχές του και όταν συζητά μαζί του δείχνει υπομονή και σεβασμό.
Στην ουσία βλέπει τον κόσμο με τα δικά του μάτια αλλά συγχρόνως, είναι ικανός να τον αντικρίζει και με τα μάτια του άλλου. Η σχέση του ζευγαριού δεν είναι μία συνεχής, αδιάκοπη συγκατάθεση, αλλά ένας διαρκής, ζωηρός διάλογος, μία γόνιμη αντιπαράθεση, στην οποία υπάρχουν πάρα πολλές συμπτώσεις, μαζί με τις αντιθέσεις – συμφωνία κα αντίλογος, που εμπλουτίζουν και τους δύο.