Σε όλες τις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, φθάνουμε σε ένα κομβικό σημείο: στη σχέση των θεραπευομένων με τους γονείς τους. Είναι η στιγμή της διεργασίας που υπαρξιακές διαδρομές, σκέψεις, συναισθήματα, ψυχικές δυσκολίες και εμπειρίες συνδέονται σε μία φανερή πλέον πορεία. Η ψυχική συμπτωματολογία πηγάζει από διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις και ειδικά από τις πρωταρχικές που είναι οι γονεϊκές. Η βουτιά στο παρελθόν γίνεται πάντα μαζί με τον θεραπευόμενο, με ασφάλεια και μέσα στο προστατευμένο περιβάλλον της θεραπείας. Οι θησαυροί που αντλούμε είναι πολύτιμοι και θα εξηγήσουν συμπεριφορές και συναισθήματα του σήμερα. Η επίγνωση των γονεϊκών σχέσεων γίνεται φανερός σύμμαχος στην επίλυση του γόρδιου δεσμού της τωρινής πραγματικότητας.
Η περιγραφή των σχέσεων των θεραπευόμενων με τους γονείς τους, ξεκινά σχηματικά, απλοϊκά, φοβισμένα, άψυχα, άνευρα, με χαμόγελο και απορία για τους λόγους που ιχνηλατώ στα, μέχρι τώρα, ανεξερεύνητα ή βαθιά κρυμμένα μονοπάτια των γονεϊκών σχέσεων. Δε χρειάζονται παρά λίγες συνεδρίες ώσπου να διαπιστώσουν και οι ίδιοι την τρομακτική επίδραση που έχουν οι γονείς τους στην παρούσα συμπεριφορά τους. Το πρωταρχικό συναίσθημα της απορίας, ακολουθείται από το φόβο όταν αναγνωρίζεται η δυναμική που έχουν οι συμπεριφορές των γονέων στους ίδιους τους θεραπευόμενους. Ο φόβος μεταλλάσεται σε θυμό, τόσος πολύς θυμός για τις γονεϊκές συμπεριφορές, που κάνει τους ανθρώπους μπροστά μου να κλειδώνουν. Μετά θυματοποιούνται, κατηγορούν τη «μοίρα» τους ή επιτίθενται και κατηγορούν τους γονείς τους. Όποια και να είναι η αντίδραση, η αφετηρία είναι η ίδια: μία ενοχή που καθορίζει τη ζωή τους. Η διαπίστωση ακόμη πιο δύσκολη: «δε μπορεί αυτοί οι άνθρωποι (γονείς) που με αγαπούν τόσο πολύ να μου έχουν μεταδώσει τέτοιες συμπεριφορές. Άρα δεν με αγαπούν όσο νόμιζα». Αν οι θεραπευόμενοι είναι και οι ίδιοι γονείς, τότε ανησυχούν ακόμη περισσότερο για τον αντίκτυπο που (θα) έχει η δική τους συμπεριφορά στα παιδιά τους.
Τα συναισθήματα της επίγνωσης
Το κυρίαρχο συναίσθημα που νιώθουν οι θεραπευόμενοι για την ψυχολογική δυσκολία που φέρνουν στο ψυχοθεραπευτή: ενοχή. Όταν διακρίνουν την επίδραση της σχέσης με τους γονείς τους στο εδώ και τώρα: θυμός. Η ενοχή στρέφεται προς τον εαυτό τους, έχουν κάνει κάτι κακό, δεν αντέχεται και τριγυρίζει σαν ερινύα. Πρέπει να την ξεφορτωθούν από μέσα τους. Εύκολα τη ρίχνουν στους γονείς τους, κατηγορώντας τους για τα τωρινά παθήματά τους, για συμβιβασμούς που έκαναν, για λανθασμένες επιλογές και συντρόφους. Θυμός. «Εκείνοι φταίνε για όλα αυτά που περνάω εγώ τώρα!» Όμως και αυτή η αντίδραση είναι κληρονομική και αυτοματοποιημένη χωρίς να το καταλαβαίνουν. Και οι γονείς τους κάπως έτσι έμπαιναν να κατηγορήσουν τους δικούς τους γονείς για τις δυσκολίες της ζωής τους. Δυστυχώς, οι γονείς τότε έχασαν την ευκαιρία να κάνουν κάτι για αυτό, ας μην την χάσουν και τα παιδιά τους.
Σε αυτό το σημείο συνειδητοποίησης, ρωτώ πάντα τους θεραπευόμενους μου: «πέρασες το μισό της ζωής σου, ζώντας μία ζωή που σου έχουν “επιβάλλει” άλλοι, θέλεις να περάσεις και το υπόλοιπο της κατηγορώντας τους για αυτό»; Τώρα μπορούν να ακούσουν.
Το βάρος της ενοχής που ρίχνουν οι γονείς στους θεραπευόμενους, αποκτά ισχύ όταν οι ενήλικες θεραπευόμενοι διαπαραγματεύονται να βγουν από τον παιδικό τους ρόλο. Για ένα παιδί, πάντα θα φταίει ο γονιός και εκείνο δεν θα έχει ποτέ ευθύνη.
Οι επιλογές
Ο θεραπευόμενος φτάνει λοιπόν μπροστά από ένα δρόμο με δύο επιλογές: να περπατήσει τον αρχικά ανοιχτό δρόμο της αποποίησης των ευθυνών και των κατηγοριών προς τους γονείς που στη συνέχεια στενεύει επικίνδυνα με επαναλαμβανόμενες και ανεξήγητες αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές ή να επιλέξει τον αρχικά δύσβατο και τρομακτικό δρόμο της συνειδητοποίησης της δικής του ευθύνης, αναγνωρίζοντας την ομορφιά της λύτρωσης που ανοίγεται μπροστά του; Στην πρώτη επιλογή, χάνουν όλοι, στη δεύτερη κερδίζουν όλοι και οι μελλοντικές γενιές.
-«Γιατί ο πατέρας/η μητέρα μου μου συμπεριφέρθηκε έτσι τότε;»
-«Ποιος φταίει για τα προβλήματα που αντιμετωπίζω τώρα;»
-«Γιατί να συγχωρήσω τους γονείς μου αφού φταίνε;»
-«Ποια διαφορετική πορεία θα είχε πάρει η ζωή μου αν οι γονείς μας γνώριζαν τι έπρεπε να κάνουν και πώς να αντιδράσουν;».
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, όμως υπάρχει για όποιον επιθυμεί να στηρίξει την επιλογή του.
Τα τρία συστατικά της εγκατάλειψης της ενοχοποίησης των γονέων
Θέλει τόλμη και ασφάλεια να αφήσεις την ενοχοποίηση. Η απάντηση έρχεται πάντα από την επιθυμία να οδηγήσει κανείς τη ζωή του και από τη μοναδικότητα που θέλει να διακρίνει μέσα του. Προσπαθώ να φέρω στο προσκήνιο την κατανόηση.
Κατανόηση των συναισθημάτων και των συμπεριφορών των γονιών και αναγνώριση ότι έκαναν μόνο ότι ήταν «προγραμματισμένοι» να κάνουν από τους δικούς τους γονείς. Οι συναισθηματικός οικογενειακός χάρτης ξεδιπλώνεται μπροστά τους. Σχέσεις, συνθήκες, μετακινήσεις, αστικοποίησης, οικογένειες, σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο από την πραγματικότητά μας. Οι θεραπευόμενοι πλέον, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τι έχει συμβεί και γιατί έχουν οδηγηθεί στις τωρινές δυσκολίες… δε μπορούν πλέον να βάζουν το κεφάλι τους στην άμμο. Η ενήλικη γνώση της θεραπευτικής διεργασίας βοηθά να ξεπεραστούν οι δυσκολίες και ενισχύει την κατανόηση, που με τη σειρά της, οδηγεί στη συμπόνοια και τη συγχώρεση για αυτούς τους ανθρώπους.
Το πρωταρχικό συναίσθημα της απορίας, ακολουθείται από το φόβο όταν αναγνωρίζεται η δυναμική που έχουν οι συμπεριφορές των γονέων στους ίδιους τους θεραπευόμενους.
Συμπόνοια, σημαίνει πονώ μαζί με τους άλλους, κατανοώ τον πόνο τους και μοιράζομαι τα συναισθήματά μου για αυτό που περνούν. Οι θεραπευόμενοι μαθαίνουν στην ενσυναίσθηση, να βλέπουν μέσα από τα μάτια των γονιών τους, το δικό τους οικογενειακό τους δράμα. Τις κακουχίες που πέρασαν, τους αυστηρούς και τιμωρητικούς γονείς, το ξύλο που έφαγαν, τις στερήσεις, τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες, τα απωθημένα, τα ανείπωτα μυστικά… δύσκολα και τραυματικά για όλη την οικογένεια, μέσα σε ζόρικες προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις.
Η συμπόνοια ανοίγει το δρόμο για τη συγχώρεση και η συγχώρεση είναι η πόρτα για την αλλαγή. Συγχωρώ, το λέει και η λέξη, συν-χωρώ: ο θεραπευόμενος επιτρέπει σε διαφορετικές φωνές να μπουν και να χωρέσουν στο χώρο του. Ακούει πλέον τις φωνές αυτές στο δικό του πλαίσιο, εκεί που έχει βάλει τους δικούς του όρους και κανόνες. Εκεί που πλέον έχει επιλέξει να είναι μοναδικός, συμπαγής, ολοκληρωμένος. Οι φωνές αυτές αντηχούν εντολές, αξίες και συμπεριφορές, όμως περνούν μέσα από το φίλτρο της αυτογνωσίας. Ο θεραπευόμενος συγχωρεί τους γονείς του, αφήνει πίσω ό,τι τον τραυματίζει και προχωρά στην παραγωγή της δικής του μοναδικής ύπαρξης. Οι γονείς θα θυμώσουν, θα νιώσουν προδομένοι, θα κάνουν τα πάντα για να κρατήσουν στο δικό τους πλαίσιο τα παιδιά. Όμως η συνεπής στάση του θεραπευόμενου θα βοηθήσει και στη δική του αλλαγή.
Στη θεραπεία, συνηθίζουμε να παίρνουμε το αγκάθι από την ψυχή του ανθρώπου και να το αντικαθιστούμε με ένα λουλούδι. Έτσι, και με τις γονεϊκές υιοθετημένες δυσλειτουργικές αξίες: δεν τις αφαιρούμε ποτέ από τον θεραπευόμενο χωρίς να τις αντικαταστήσουμε με λειτουργικές. Όταν το καταφέρνουμε, απομακρύνεται από τα γονεϊκά μοτίβα που προσφέρουν βόλεμα, έχει κατακτήσει την ελευθερία και μπορεί να κοιτάξει τους γονείς του στα μάτια και να τους πει: «Ναι, έχετε κάνει λάθη αλλά δεν σας κατηγορώ για αυτό. Σας αγαπώ για ό,τι μου έχετε δώσει και πλέον επιλέγω να ζήσω τη δική μου ζωή».
Έτσι πλέον, προχωρά με επίγνωση αυτών και τη γνώση ότι δεν προδίδει κανένα γονιό αν επιλέξει να ζήσει όπως εκείνος θέλει. Τη ζωή θα τη ζήσει εκείνος για τον ίδιο και όχι εκείνος μέσω εντολών άλλων. Θα μάθει από τα λάθη του αλλά και από τις επιτυχίες του.
Όλοι θα ήμασταν πολύ πιο ψυχικά υγιείς και πιο ευτυχισμένοι αν αφήναμε να φύγει αυτή η εμμονή με την ενοχή, συνειδητοποιώντας ότι ναι, κάθε ανθρώπινο ον έχει μια παιδική ηλικία που ζει μέσα σε αυτή και έχει βαθιά επίδραση με το ποιος είναι ως ενήλικας.
Η αναγνώριση της παιδικής σας ηλικίας δεν σας απαλλάσσει από την ευθύνη για την ενήλικη ζωή σας. Αντίθετα. Σας ελευθερώνει για να αναλάβετε την ευθύνη της δικής σας ζωής.