«Το γέλιο είναι ένα δυνατό φάρμακο, δωρεάν και χωρίς παρενέργειες. Προκαλεί σωματικές και συναισθηματικές αλλαγές και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, σύμφωνα με την Ψυχονευροενδοκρινοανοσολογία», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η επαγγελματίας γέλιου, Βιτόρια Τοσόνι (Vittoria Tosoni). Η ίδια αναφέρει ότι όλα τα παραπάνω έχουν μελετηθεί επιστημονικά και αποδείχτηκαν αληθή, ενώ προσθέτει πως σύμφωνα με νορβηγική μελέτη, οι άνθρωποι με έντονη την αίσθηση του χιούμορ ζουν περισσότερο από εκείνους που δεν γελούν τόσο πολύ.
Το σώμα δεν μπορεί να διακρίνει το αληθινό από το ψεύτικο γέλιο
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι μάλιστα το γεγονός ότι, σύμφωνα με την κ. Τοσόνι, «το ανθρώπινο σώμα δεν είναι σε θέση να διακρίνει ένα αληθινό από ένα ψεύτικο γέλιο». Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και το ψεύτικο γέλιο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα όλες τις θετικές αλλαγές που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Επικαλούμενη μελέτες της Αμερικανίδας ψυχοθεραπεύτριας Ανέτ Γκούντχαρτ (Annette Goodheart), η οποία εργάστηκε με ανθρώπους που παλεύουν με τον καρκίνο, το AIDS, τη σκλήρυνση κατά πλάκας, τη νόσο του Πάρκινσον, τις διατροφικές διαταραχές, τη σεξουαλική και σωματική κακοποίηση, τις κρίσεις γάμου, τον αλκοολισμό και τον εθισμό στα ναρκωτικά, σημειώνει: «οι μελέτες αυτές έδειξαν ότι το προκαλούμενο γέλιο ερμηνεύεται από τον οργανισμό ως αυθεντικό, διεγείροντας έτσι την παραγωγή ορμονών ευτυχίας που φτάνουν στα κύτταρα του σώματος, σταθεροποιώντας το ορμονικό σύστημα και ενισχύοντας το ανοσοποιητικό σύστημα».
Επομένως, όπως λέει η κ. Τοσόνι, από τη στιγμή που οι άνθρωποι μπορούν να προσποιηθούν το γέλιο, «το να εκπαιδευτεί κάποιος σε αυτό παράγει υγιή αποτελέσματα στον οργανισμό του».
Πώς γίνεται η εκπαίδευση στο γέλιο
«Μια απλή άσκηση περιλαμβάνει τρεις βαθιές αναπνοές, τη συγκράτηση του οξυγόνου για λίγα δευτερόλεπτα στην τρίτη αναπνοή και την εκπνοή χρησιμοποιώντας τον ήχο ‘Χα Χα Χα’. Μια ακόμη δυνατότητα είναι να αρχίσει κάποιος να γελάει σιωπηλά, παρέα με έναν καλό φίλο και σταδιακά το γέλιο να γίνεται δυνατότερο», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η ίδια, πάντως, προτείνει σε όλους να παρακολουθήσουν μαθήματα διαφραγματικής αναπνοής (κατά την οποία ο αέρας που εισέρχεται στον πνεύμονα φουσκώνει την κοιλιά) και στη συνέχεια να εξασκούνται μόνοι τους σε κάθε ευκαιρία. «Έχω συνηθίσει να εξασκούμαι την ώρα που κάνω τις δουλειές του σπιτιού ή ενώ βρίσκομαι στο αυτοκίνητο, κολλημένη στην κίνηση. Αυτή είναι μια εξαιρετική ευκαιρία για να μην θυμώνω και να μην αγχώνομαι. Μου αρέσει επίσης το γέλιο ως μορφή άσκησης, ενώ μελετώ ελληνικά σε μια εφαρμογή. Παρατήρησα, μάλιστα, ότι κάνω λιγότερα λάθη και πιστεύω ότι αυτό μπορεί να σχετίζεται με τη μεγαλύτερη ποσότητα οξυγόνου που προσλαμβάνω», αναφέρει.
Λέσχες γέλιου
Για τις λέσχες γέλιου σχολιάζει ότι είναι ασφαλή μέρη, στα οποία μπορεί οποιοσδήποτε να εξασκήσει το θεραπευτικό γέλιο αλλά και να κοινωνικοποιηθεί, παρέα με άλλους ανθρώπους. Όπως δηλώνει, «όταν κάποιος πηγαίνει στο γυμναστήριο, μετά από κάποιες προπονήσεις γίνεται πιο δυνατός και κάνει πράγματα που τις πρώτες μέρες δεν μπορούσε. Το ίδιο ισχύει και για το γέλιο. Στην αρχή είναι κάπως περίεργο να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με αγνώστους, να κάνει τις ασκήσεις, να προκαλέσει το γέλιο: η διαδικασία δεν φαίνεται αρχικά φυσική ή αυθεντική και μπορεί να κάνει τους συμμετέχοντες να αισθανθούν άβολα. Ωστόσο, η προσπάθεια αξίζει την αναμονή και στη συνέχεια η διαδικασία διευκολύνεται από το γεγονός ότι το γέλιο είναι άκρως μεταδοτικό και βελτιώνει τη διάθεση όλων να βρίσκονται στον ίδιο χώρο και στην ίδια διάθεση».
«Κόντευα να πέσω σε κατάθλιψη…»
Περιγράφοντας τις προσωπικές της εμπειρίες από την αρχή της ενασχόλησής της με τη συγκεκριμένη πρακτική, η επαγγελματίας γέλιου, Βιτόρια Τοσόνι, επισημαίνει: «το 2015 κόντευα να πέσω σε κατάθλιψη και ανακάλυψα ότι στην πόλη όπου μόλις μετακόμισα, άρχισε να λειτουργεί μια λέσχη γέλιου. Επειδή δεν είχα γελάσει για πολύ καιρό, αποφάσισα να πάρω μέρος. Στην αρχή ένιωσα άβολα, όμως μέσα σε λίγες μόνο εβδομάδες άρχισα να νιώθω πραγματικά ανεβασμένη και εντυπωσιάστηκα τόσο πολύ που αποφάσισα να γίνω εκπαιδεύτρια γέλιου».
Για τα οφέλη στην καθημερινότητά της αναφέρει ότι είχε περισσότερη ενέργεια, αυτοπεποίθηση, κίνητρο, πολύ καλύτερες σχέσεις. Σε ό,τι αφορά την ίδια την εκπαίδευση, ενσωμάτωσε σε αυτήν ορισμένες πρακτικές που προέρχονται από προηγούμενες σπουδές της: συμβουλευτική, παιχνίδι, μη βίαιη επικοινωνία και άλλα.