Δυσκολία στο να διαγνώσουν ψυχικές διαταραχές σε άτομα που καταφεύγουν στην εξωνοσοκομειακή (πρωτοβάθμια) φροντίδα, αντιμετωπίζουν οι Έλληνες γενικοί γιατροί.
Περισσότεροι από τους μισούς θεωρούν πως η εκπαίδευσή τους δεν είναι επαρκής και ένας στους δύο έχει “χαμηλή” ή “μέτρια” αυτοπεποίθηση ως προς τη διάγνωση και την παροχή θεραπείας.
Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα σε ένα τυχαία επιλεγμένο δείγμα 353 γιατρών στην Ελλάδα, η οποία δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό BMC Primary Care. Υπογράφεται από τον γιατρό του Εργαστηρίου Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Πάτρας Ηλία Παπαχριστόπουλο, τον αναπληρωτή καθηγητή του ίδιου Πανεπιστημίου Μιχάλη Λεωτσινίδη και την ερευνήτρια Ελένη Σαζακλή.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της, το βάρος αναπηρίας των κοινών διαταραχών ψυχικής υγείας είναι τεράστιο και πρέπει να αντιμετωπιστεί στο πρώτο σημείο επαφής στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης.
Όπως αναφέρουν, οι γενικοί ιατροί καλούνται να αναγνωρίσουν, να διαγνώσουν και να διαχειριστούν ασθενείς με διαταραχές Ψυχικής Υγείας, ένα έργο που δεν αντιμετωπίζεται πάντα με επιτυχία.
Η μελέτη – εξηγούν – στοχεύει να εξετάσει τη σχέση μεταξύ της εκπαίδευσης για την Ψυχική Υγεία των γενικών ιατρών και των αυτοαναφερόμενων απόψεων σχετικά με τη φροντίδα που παρέχουν σε ασθενείς με ψυχικές διαταραχές στην Ελλάδα.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα κλήθηκαν να απαντήσουν σε ειδικό ερωτηματολόγιο, το οποίο είχε ως στόχο να διερευνήσει τις απόψεις τους σχετικά με τις διαγνωστικές μεθόδους, τα ποσοστά παραπομπής και τη συνολική διαχείριση ασθενών με ψυχικές διαταραχές και πώς αυτές επηρεάζονται από την εκπαίδευσή τους στην Ψυχική Υγεία.
Καταγράφηκαν, επίσης, εισηγήσεις και προτάσεις για βελτίωση της συνεχούς εκπαίδευσης για την Ψυχική Υγεία, καθώς και οργανωτική μεταρρύθμιση.
Από την ανάλυση των απαντήσεων φάνηκε πως η λαμβανόμενη Συνεχιζόμενη Ιατρική Εκπαίδευση χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής από το 56,1% των γενικών ιατρών.
Περισσότεροι από τους μισούς γιατρούς συμμετέχουν σε κλινικά σεμινάρια και συνέδρια Ψυχικής Υγείας μία φορά ανά τρία χρόνια ή λιγότερο. Το επίπεδο εκπαίδευσης συνδέεται θετικά με την αποφασιστικότητα στη διαχείριση των ασθενών και αυξάνει την αυτοπεποίθηση.
Ποσοστό 77,6% δηλώνει γνώση της κατάλληλης θεραπείας και 56,1% συμφωνεί να ξεκινήσει θεραπεία χωρίς να απευθυνθεί σε ειδικό.
Ωστόσο, χαμηλή έως μέτρια αυτοπεποίθηση σχετικά με τη διάγνωση και τη θεραπεία δηλώνει το 47,5%. Σύμφωνα με τους γενικούς ιατρούς, κρίσιμα σημεία για τη βελτίωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας Ψυχικής Υγείας είναι η διασυνδετική ψυχιατρική και ο υψηλός βαθμός της Συνεχιζόμενης Ιατρικής Εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, οι Έλληνες γενικοί ιατροί ζητούν εστιασμένη και συνεχή ιατρική εκπαίδευση στον τομέα της Ψυχιατρικής, παράλληλα με ουσιαστική δομική και οργανωτική μεταρρύθμιση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, συμπεριλαμβανομένης μιας αποτελεσματικής ψυχιατρικής διασύνδεσης.
Πηγη https://www.iatronet.gr/