Στο χώρο του ψυχιατρείου η πραγματικότητα πλάθεται και αναδιαμορφώνεται με παραδοξότητα. Με την είσοδο στο νοσοκομείο η επιγραφή «τρελός» εγκλωβίζει την υποκειμενικότητα του ατόμου. Κάθε κίνηση γίνεται αντιληπτή μέσα από το πρίσμα του αρρώστου. Η αντίδραση, η ανυπακοή, η οργή εκλαμβάνονται σαν επιδείνωση της ψυχικής νόσου που πρέπει να περιοριστεί. Μια κραυγή αγωνίας μεταφράζεται σε σύμπτωμα.
Εκμηδενίζεται η οποιαδήποτε προσπάθεια έκφρασης με όρους διαφορετικούς από τους νόμους του ψυχιατρείου. Αντιθέτως, μια πράξη επιβολής από πλευράς του προσωπικού με μεγάλη ευκολία βαφτίζεται «ιατρική πράξη».
Η ιατρικοποίηση συμπεριφορών που ξεφεύγουν από τα «φυσιολογικά πλαίσια» υποβαθμίζει τη μοναδικότητα και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος δεν είναι το σύμπτωμά του. Πόσοι ψυχικά πάσχοντες μπορούν να χωρέσουν στην ταμπέλα της σχιζοφρένειας; Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, το ίδιο και η οδύνη του. Είναι πιο βολικό να αγνοήσουμε τον πόνο, να τον περιορίσουμε στους τοίχους του ψυχιατρείου και να τον καταστείλουμε με φαρμακευτική αγωγή, από το να του δώσουμε σημασία και να τον νοηματοδοτήσουμε.
Τα τείχη του νοσοκομείου πλαισιώνουν με βάναυσο τρόπο την αίσθηση της ύπαρξης του νοσούντα. Οι κανόνες είναι τόσο συγκεκριμένοι που κάθε πρωτοβουλία χάνεται στον κυκεώνα της συνήθειας και της επαναληψιμότητας. Οι ώρες λήψης φαγητού και φαρμάκων ορίζουν ένα αέναο παρόν, που λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Καμία έκπληξη, καμία διαφοροποίηση στη ρουτίνα. Ο χρόνος μοιάζει σταματημένος.
Η εμπειρία του εγκλεισμού είναι τόσο ισχυρή που θολώνει την ιστορία του ατόμου. Κατακερματίζει κάθε ίχνος προηγούμενης εμπειρίας. Μετά από λίγο καιρό, το νόημα της ζωής ξεθωριάζει. Τα φάρμακα σε κάνουν να χάνεις τη ροή του χρόνου και την αίσθηση του εαυτού. Όταν αντιμετωπίζεσαι σαν αντικείμενο είναι σαν να νεκρώνονται ένα ένα τα κομμάτια του ψυχισμού σου. Η ζωή απαιτεί ψυχικές μετακινήσεις. Σε έναν χώρο που άνθρωποι περιορίζονται χωροταξικά αλλά και ψυχικά είναι σχεδόν αναπόφευκτο να καταλήξουν «νεκρωμένα» όντα. Μετατρέπονται σε ακίνητα σώματα που αφέθηκαν χωρίς ερεθίσματα να τους επαναφέρουν στη ζωή. Το μοίρασμα, που μας κρατάει ζωντανούς, λείπει από αυτή τη συνθήκη. Οι ανάγκες του κορμιού γίνονται σταδιακά μη οικείες, εφόσον καθορίζονται από τρίτους.
Ο οποιοσδήποτε βίωνε την εμπειρία του ψυχιατρείου έστω και για λίγο διάστημα θα έχανε πολλές από τις κεκτημένες λειτουργίες του. Όχι μόνο δεν έχει θεραπευτική λειτουργία ένας χώρος απομονωμένος από την κοινότητα, αλλά αποδυναμώνει και οποιαδήποτε νησίδα υγείας, καθώς δεν υπάρχουν ερεθίσματα που να διακινήσουν τα μολυσμένα ύδατα του ψυχισμού των ανθρώπων που νοσηλεύονται. Αντιθέτως τραυματίζονται ακόμα περισσότερο από την αδιαφορία και τις επιβολές του προσωπικού, από την ευκολία της καταστολής μέσω καθηλώσεων και υπερβολικών δόσεων φαρμάκων. Φαντάζει επιβαρυντικό για το προσωπικό του ψυχιατρείου ο ασθενής να έχει ανάγκες, πέραν από τις επιτρεπόμενες από τους «ειδικούς».
Η έννοια του ψυχιατρείου απορρίπτει κάθε πιθανότητα να δοθεί χώρος και χρόνος στον ασθενή. Ο μόνος χώρος που παραχωρείται είναι ένα ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι και ένα σπασμένο κομοδίνο. Ο μόνος χρόνος που δίνεται είναι αυτός της κατάποσης των χαπιών. Δεν υπάρχει κανένας να σε δει και να σε ακούσει. Γίνεσαι αντιληπτός μόνο σαν βάρος. Γι΄αυτό και σιγά σιγά εκμηδενίζεσαι.
Ο τρόπος που γίνεται συνήθως η εισαγωγή στο ψυχιατρείο σηματοδοτεί τη στέρηση οποιασδήποτε επιλογής στη μετέπειτα πορείας σου σαν ψυχιατρικός ασθενής. Ακουσίως, με βιαιότητα μεταφερόμενος μέσα σε ένα περιπολικό, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δίνεται η αίσθηση ότι η προσωπική επιλογή είναι ασύμβατη με την ψυχική νόσο. Ωστόσο το πώς νοηματοδοτείται μια πράξη ως «παράλογη» έχει να κάνει με το ποιός έχει την εξουσία να την ορίσει. Διότι εξίσου παράλογος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας περιορισμός ανθρώπου που βαπτίζεται «προστασία» ή «θεραπεία».
Ποιός γιατρός θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο ασθενής οφείλει να έχει λόγο και ευθύνη για τη θεραπεία του; Είναι πολύ πιο εύκολο να καταστέλλεις, να ελέγχεις, να κατευθύνεις τον άλλο. Κανείς δεν μπορεί να εξελιχθεί όταν εναποθέτει την ατομικότητά του στα χέρια κάποιου άλλου. Χρειάζεται να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, αν θέλει να προχωρήσει.
Είναι αναγκαίο να επανασυσταθεί μια άλλου τύπου σχέση, ισορροπημένη, ισότιμη και δημιουργική. Μια σχέση όπου τα έντονα συναισθήματα, οι μη συνηθισμένες εκφράσεις του ψυχισμού δεν θα εγκλωβίζονται στη στενή έννοια του «συμπτώματος» που πρέπει να κατασταλεί. Κάθε έκφραση και έκφανση του ψυχισμού έχει νόημα και λόγω ύπαρξης αρκεί να δοθεί ο κατάλληλος χρόνος ώστε να γίνει κατανοητή. Παραμένει το ερώτημα ποιός έχει χρόνο για να διαθέσει, ποιός είναι ικανός να δει πέραν από τα όρια της ατομικότητάς του, ποιός μπορεί να επικοινωνήσει πέραν των επιβαλλόμενων τρόπων, εντός και εκτός ψυχιατρείου;
Πηγή psychologynow.gr